- ἀναύχην
- ἀν-αύχην, ohne Hals
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αναύχην — ἀναύχην, ο, η (Α) [αυχήν] εκείνος που δεν έχει αυχένα, λαιμό … Dictionary of Greek
ἀναύχην — ἀναύ̱χην , ἀνά ὑσσω hyssop plup ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… … Dictionary of Greek